προσσταλτικός

προσσταλτικός
-ή, -όν, Α [προσστέλλω]
αυτός που προκαλεί συστολή, ο συσταλτικός («προσσταλτικὰ τῶν ὄγκων φάρμακα», Αέτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”